- βαισήνης
- βαισήνης· παρ' Ἰνδοῖς τὸ στρατόπεδον, Hsch. [full] βαίσηνος· ὁ στρατός, Id. [full] βαισσόν· βάθος, Id. [full] βαιτάς, άδος, ἡ,A = εὐτελὴς γυνή, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.